- θρηνητικῆς
- θρηνητικόςinclined to lamentfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή … Dictionary of Greek
Ύαγνις — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση καταγόταν από τις Κελενές της Φρυγίας και, μαζί με το Μαρσύα και τον Όλυμπο, αποτελούσε τη μυθική τριάδα, που διέδωσε την αυλητική τέχνη στην Ελλάδα. Αναφέρεται ότι ήταν μαθητής του Μαριανδυνού,… … Dictionary of Greek